- πυροηλεκτρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυροηλεκτρισμό2. φρ. «πυροηλεκτρικό θερμόμετρο» — θερμόμετρο τού οποίου η λειτουργία στηρίζεται στο φαινόμενο τού πυροηλεκτρισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroelectric, υποχωρητ. σχηματισμός τού pyroelectricity (βλ. πυροηλεκτρισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.